ακροβολιστικός

ακροβολιστικός
-ή, -ό (Α ἀκροβολιστικός, -ή, -όν) [ἀκροβολιστής]
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ακροβολιστές
αρχ.
1. αυτός που χρησιμοποιείται για βολή, ως όπλο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀκροβολιστικά
όπλα, βλήματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακροβολιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον ακροβολισμό ή τον ακροβολιστή: Με τους πρώτους πυροβολισμούς η διάταξή μας έγινε ακροβολιστική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκροβολιστικοῖς — ἀκροβολιστικός used as missiles. masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροβολίζομαι — (Α ἀκροβολίζομαι) [ἀκρόβολος] νεοελλ. (Στρατ.) 1. αναπτύσσομαι σε αραιή τάξη ή φάλαγγα (βλ. ακροβολισμός) 2. ανταλλάσσω με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς προτού εμπλακώ σε κανονική μάχη, αψιμαχώ αρχ. 1. μάχομαι από μακριά,… …   Dictionary of Greek

  • ακροβολισμός — Όρος της στρατιωτικής επιστήμης. Αναφέρεται στη δυνατότητα να χτυπήσει κάποιος μακριά ή και να χτυπηθεί από μακριά με όπλο σε στιγμές προπαρασκευής της μάχης. Εις α. στη στρατιωτική ορολογία είναι το παράγγελμα με το οποίο συντάσσονται οι ομάδες… …   Dictionary of Greek

  • ακροβολιστής — Στρατιώτης που έχει πάρει θέση σε ακροβολιστικό σχηματισμό στην αρχική φάση της επίθεσης. Οι α. αναπτύσσουν τους σχηματισμούς τους από 1.000 έως 7.000 μ. πιο μπροστά από την προφυλακή, η οποία βαδίζει συντεταγμένη σε φάλαγγες ως το κύριο σώμα του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”