- ακροβολιστικός
- -ή, -ό (Α ἀκροβολιστικός, -ή, -όν) [ἀκροβολιστής]νεοελλ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ακροβολιστέςαρχ.1. αυτός που χρησιμοποιείται για βολή, ως όπλο2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀκροβολιστικάόπλα, βλήματα.
Dictionary of Greek. 2013.